- βλεφαριδοφόρα
- Συνομοταξία πρωτόζωων, στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα πρωτόζωα που έχουν μόνιμα ή πρόσκαιρα βλεφαρίδες. Περιλαμβάνει περισσότερα από 100 διαδεδομένα είδη, από τα οποία άλλα ζουν ελεύθερα στα γλυκά ή αλμυρά νερά και άλλα παρασιτούν, εσωτερικά ή εξωτερικά, σε σπονδυλωτά ή ασπόνδυλα ζώα. Η αναπαραγωγή τους διακρίνεται σε μονογονική, με εγκάρσια διαίρεση ή εκβλαστήσεις, και σε αμφιγονική, με παροδική σύζευξη. Πολλά β. έχουν την ικανότητα, όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος γίνονται δυσμενείς, να εγκυστούνται (να κλείνονται μέσα σε μια κύστη) και να πέφτουν σε κατάσταση λαθροβίωσης, δηλαδή να μην παίρνουν τροφή και να περιορίζουν τις κινήσεις τους στο ελάχιστο. Όταν η κύστη βρεθεί πάλι σε ευνοϊκό περιβάλλον, ρουφά νερό, σπάει το περίβλημα και το β. επαναλαμβάνει την κανονική διαβίωσή του. Η εγκύστωση παρατηρείται κυρίως στα β. που ζουν σε γλυκά νερά. Τα β. χαρακτηρίζονται επίσης από την ικανότητα αναγέννησης, δηλαδή της ανάπλασης τμημάτων που αφαιρέθηκαν από το σώμα τους. Τα β. ανακαλύφθηκαν από τον Ολλανδό Βαν Λέεουενχουκ, στα τέλη του 17ου αι. Διακρίνονται στις υποσυνομοταξίες των βλεφαριδωτών και των μυζητικών.
Χαρακτηριστικό είδος βλεφαριδοφόρου.
Dictionary of Greek. 2013.